- αρχίθεος
- ἀρχίθεος, -ον (Α)αυτός που ήταν θεός από την αρχή, ο αιώνιος θεός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αρχι- — (AM ἀρχι ). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων (κυρίως διοικητικών όρων) της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, καθώς επίσης και ξένων, ελληνογενούς ή μη προελεύσεως, τύπων. Το αρχι , το οποίο λίγο μετά την Ομηρική εποχή άρχισε να αντικαθιστά το… … Dictionary of Greek
υπεράρχιος — ον, ΜΑ ο παραπάνω από οποιαδήποτε αρχή, αυτός που υπάρχει πριν από οποιαδήποτε αρχή («ἡ ἀρχίθεος καὶ ὑπεράρχιος τοῡ υἱοῡ τοῡ Θεοῡ ὑπόστασις», Αθανάσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἀρχή + κατάλ. ιος (πρβλ. μετ άρχ ιος)] … Dictionary of Greek